To zaravina.gr χρησιμοποιεί cookies για βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση αυτής της ιστοσελίδας αποδέχεστε τη χρήση των cookies.

Αδελφότητα Λιμνίων Πωγωνίου Ηπείρου

Τεχνικη Γνωμοδοτηση Κουτσογιαννη Δ. (2004)

Print Friendly, PDF & Email


4. Εφαρμογή της μεθοδολογίας


4.1 Το αέναο των ροών: Δεδομένα αυτοψιών και ανάλυσή τους


Σύμφωνα με τη μεθοδολογία που περιγράφηκε παραπάνω, επελέγη να γίνει μια αυτοψία σε χρόνο και συνθήκες που να ευνοούν το σχηματισμό επιφανειακών απορροών. Με δεδομένο ότι τον Οκτώβριο του 2003 σημειώθηκαν στην Ήπειρο πολύ σημαντικές βροχοπτώσεις, θεωρήθηκε χρόνος κατάλληλος για την αυτοψία ο Νοεμβριος του 2003 και τελικώς πραγματοποιήθηκε η αυτοψία στις 7 Νοεμβρίου.

   Στον Πίν. 1 έχουν καταγραφεί τα ημερήσια ύψη βροχόπτωσης στο μετεωρολογικό σταθμό του Αεροδρομίου Ιωαννίνων (ΕΜΥ) την περίοδο 1/10-7/11/2003. Παρατηρείται ότι το συνολικό ύψος βροχής του Οκτωβρίου είναι 301.8 mm, ενώ στο σύνολο της περιόδου 1/10-7/11/2003 φτάνει τα 338.1 mm. Ας σημειωθεί ότι το κλιματικό μέσο ύψος βροχής του Οκτωβρίου στον ίδιο σταθμό είναι 122.1 mm (Νικολάου και Σαχπάζης, 1999, σ. 30), δηλαδή η βροχόπτωση του Οκτωβρίου 2003 ήταν περίπου 2.5 φορές μεγαλύτερη από την κλιματικά αναμενόμενη τιμή (και επί πλέον, μεγαλύτερη από την εκτιμώμενη υδατοχωρητικότητα του εδάφους) πράγμα που μεγιστοποιεί την πιθανότητα εμφάνισης της βασικής ροής των ρεμάτων και ποταμών. Την ημέρα της επίσκεψης υπήρξε μεν βροχόπτωση αλλά όχι σημαντική (1.9mm) με αποτέλεσμα να μη δημιουργηθεί απορροή ομβρίων. Έτσι, οι συνθήκες της παρατήρησης ήταν εξαιρετικές για το σκοπό της αυτοψίας, δηλαδή για την υλοποίηση της μεθοδολογίας που περιγράφηκε στο κεφάλαιο 3.


Πίν. 1 Ύψη βροχής στο μετεωρολογικό σταθμό του Αεροδρομίου Ιωαννίνων (ΕΜΥ) την περίοδο 1/10-7/11/2003. (Παραλήφθηκαν εκ του πρωτοτύπου, οι ημερομηνίες ανομβρίας)

 

Ημερομηνία Ύψος Βροχής (mm)
06/10/2003 16.9
08/10/2003 25.0
09/10/2003 4.6
16/10/2003 36.8
17/10/2003 3.3
18/10/2003 11.1
19/10/2003 73.0
21/10/2003 6.8
23/10/2003 4.2
24/10/2003 53.5
25/10/2003 0.6
27/10/2003 44.1
29/10/2003 3.4
30/10/2003 14.2
31/10/2003 4.3
Σύν. Οκτ. 301.8
01/11/2003 0.4
03/11/2003 33.9
06/11/2003 0.1
07/11/2003 1.9

Γενικό Σύνολο

01/10-07/11/2003

 

338.1

 




Φωτ. 5 Η «Πάνω Βρύση» που τοποθετείται περίπου στο μέσο της βόρειας πλευράς της λίμνης δίπλα στην εθνική οδό (βλ. Φωτ. 1). Για την αντίληψη της κλίμακας της Βρύσης έχει τοποθετηθεί πάνω της ένα πακέτο τσιγάρα (Λήψη φωτογραφίας: 7/11/2003).

 


Φωτ. 6 Εικόνα του Θειαφόλακκου αμέσως ανάντη της εκβολής του στη λίμνη Ζαραβίνα που τοποθετείται στο νότιο όριο της λίμνης (Λήψη φωτογραφίας: 7/11/2003).

   Κατά τη συγκεκριμένη αυτοψία έγινε πλήρης περιπορεία της λίμνης και σε κανένα σημείο δεν βρέθηκε ούτε ίχνος επιφανειακών νερών που να εκβάλλουν προς τη λίμνη.

Εικονογράφηση αυτού του απλού όσο και κατηγορηματικού συμπεράσματος της αυτοψίας δίνουν οι φωτογραφίες που παρατίθενται. Στη Φωτ. 5 απεικονίζεται η «Πάνω Βρύση», μια παροδική μικροπηγή στην οποία υπάρχει μια πρόχειρη κατασκευή υδρομάστευσης· η μικρή κλίμακα αλλά και το πρόχειρο της κατασκευής φαίνονται χαρακτηριστικά στη φωτογραφία. Στη μικροπηγή δεν ανάβλυζε ούτε σταγόνα νερού, ενώ δεν υπήρχε κάποια κοίτη υδατορεύματος που να τη συνδέει με τη λίμνη, η όχθη της οποίας ήταν πάντως πολύ κοντά (σε απόσταση μέτρων). Στη Φωτ. 6 απεικονίζεται ο Θειαφόλακκος αμέσως ανάντη της εκβολής του στη λίμνη Ζαραβίνα. Και εδώ δεν εμφανίζεται ούτε σταγόνα νερού να ρέει προς τη λίμνη, οπότε μπορεί να υποστηριχτεί ότι ο σχηματισμός του οφείλεται στην πλημμυρική ροή ομβρίων και μόνο.


   Συμπληρωματικά αναφέρεται ότι υπάρχει ένας αξιόλογος αριθμός παρόμοιων επιστημονικών παρατηρήσεων στο παρελθόν, που συγκλίνουν στο ίδιο συμπέρασμα, ενώ από την έρευνα του συνόλου των επιστημονικών εκθέσεων και μελετών δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο που να υποδεικνύει αντίθετο συμπέρασμα. Συγκεκριμένα, και για να περιοριστούμε σε παρατηρήσεις επιστημόνων και μόνο, μπορούν να αναφερθούν τα ακόλουθα:

  1.  Ο τοπογράφος μηχανικός Β. Αθανασίου (1989), μετά από επισκέψεις στη λίμνη τον Απρίλιο 1989, στην τεχνική έκθεσή του αναφέρει ότι: «Από την επιτόπια εξέταση μακροσκοπικά και από πληροφορίες που έλαβα από ανθρώπους της περιοχής της Λίμνης διαπίστωσα ότι η λίμνη τροφοδοτείται κατά το πλείστον από υπόγειες πηγές, οι οποίες βρίσκονται εντός της λίμνης, και ελάχιστα από ποσότητες ομβρίων υδάτων». Ο ίδιος δεν αναφέρει επιφανειακές εμφανίσεις νερού που να τροφοδοτούν τη λίμνη.
  2. Ο γεωλόγος-υδρογεωλόγος Π. Ζαννής (1991), μετά από επίσκεψη τον Μάιο 1991, διαπιστώνει ότι «αποκλείεται η τροφοδοσία της λίμνης από επιφανειακά νερά αενάου ή παροδικής ροής». Μπορεί, κατά συνέπεια, να πιθανολογηθεί ότι στην επίσκεψή του δεν είδε να τρέχουν επιφανειακά νερά. 
  3. Οι Γ. Καλλέργης και Ν. Λαμπράκης (1998), αντιστοίχως καθηγητής υδρολογίας και επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών, μετά από επίσκεψη τον Φεβρουάριο 1998, διαπιστώνουν ότι «προς τα ανάντη της λίμνης και μέχρι τον υδροκρίτη της ευρύτερης λεκάνης απορροής δεν απαντώνται ποτάμια ή ρέματα μόνιμης ροής». 
  4. Οι Ε. Νικολάου και Κ. Σαχπάζης (1999), υδρογεωλόγοι πραγματογνώμονες, μετά από αυτοψίες το Φεβρουάριο και το Μάρτιο 1999, αναφέρουν στην πραγματογνωμοσύνη τους (σ. 7) ότι «εντός δε της ανάντη της λίμνης υδρολογικής λεκάνης δεν υφίσταται κανένα απολύτως ρέμα ή ποταμός μόνιμης (αέναης) ροής». Οι ίδιοι (σ. 21) αναφέρουν ότι στις 18/3/1999 παρατηρήθηκε ένα μέτωπο μικροπηγών σε απόσταση 70 μέτρων από τη λίμνη με συνολική παροχή 15 m3/h. Αναφέρουν ακόμη: «Πρόκειται για παροδικές μικροπηγές που εμφανίζονται σε αραιά διαστήματα και μόνο μετά από έντονες βροχοπτώσεις και αποτελούν υπερχείλιση των κύριων πηγών που βρίσκονται στο βυθό της λίμνης. […] Πρόκειται δηλαδή για μικροπηγές του ίδιου υδροφόρου και με πανομοιότυπο χημισμό με αυτόν του νερού της λίμνης […]. Οι μικροπηγές αυτές διατηρούνται για μικρά χρονικά διαστήματα (έως ένα μήνα περίπου) και στη συνέχεια επέρχεται στείρευσή τους. Η προηγούμενη εμφάνισή τους ήταν στις 15/1/1997 και το διάστημα λειτουργίας ήταν μικρό (περίπου 2 μήνες). Σύμφωνα με πληροφορίες η εκδήλωση αυτή των πηγών έγινε μετά από ένα διάστημα μακράς στείρευσης, το οποίο είχε διάρκεια περίπου μία δεκαετία». 
  5. Οι πραγματογνώμονες Σ. Γιακουμάκης και Α. Καπλανίδης (2003), μιλούν στην πραγματογνωμοσύνη τους για αέναες ροής και χαρακτηρίζουν τη λίμνη ως μεγάλη.  Αν όμως, όπως επιβάλλει η μεθοδολογία που περιγράφηκε, δεν λάβουμε υπόψη τις ερμηνείες τους (τις οποίες θα σχολιάσουμε στο κεφάλαιο 5) αλλά περιοριστούμε στα στοιχεία που αμέσως ή εμμέσως δίνουν, η εικόνα αλλάζει. Οι άμεσες παρατηρήσεις των πραγματογνωμόνων αναφέρονται στην περίοδο 5-7 Σεπτεμβρίου 2003.  Συγκεκριμένα, στις φωτογραφίες 11 και 12 που δημοσιεύουν στο Παράρτημα της έκθεσής τους απεικονίζεται ο Θειαφόλακκος στη λίμνη και ανάντη αυτής, αντίστοιχα.  Σε καμιά από τις δύο δεν διακρίνεται η ύπαρξη ροής. Στη λεζάντα της φωτογραφίας οι συντάκτες αναφέρουν, προς επίρρωση της άποψής τους περί αέναης ροής «Η καθαρότητα των χαλικιών που έχουν αποτεθεί μαρτυρά τις έντονες απορροές». Είναι κάπως οξύμωρο να συνάγεται ότι υπάρχει απορροή από τα χαλίκια και να μη σχολιάζεται το γεγονός ότι οι φωτογραφίες δείχνουν ότι δεν υπάρχει νερό στο Θειαφόλακκο. Πράγματι, όμως, η ύπαρξη των χαλικιών δείχνει ότι κάποιες στιγμές (χωρίς να μπορούμε να πούμε αν αυτό συμβαίνει μια ή περισσότερες φορές το χρόνο ή μια φορά στα δέκα χρόνια) εμφανίζεται ροή. Αναμφιβόλως, μια τέτοια ροή είναι ροή ομβρίων, συμβαίνει μόνο στη διάρκεια εξαιρετικών επεισοδίων ισχυρής βροχόπτωσης και όχι μετά από αυτή, όπως τονίστηκε ήδη στο εδάφιο 3.2. Ροή ομβρίων πραγματοποιείται, για παράδειγμα, και στους δρόμους μιας αστικής περιοχής κατά τη διάρκεια ισχυρών βροχοπτώσεων, συχνά δε αυτή η ροή μεταφέρει χαλίκια, άμμο, χώματα κτλ. Η ροή των ομβρίων στους δρόμους, όμως, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αέναη. Επιπλέον, στην ίδια έκθεση και κυρίως στις φωτογραφίες της δεν καταγράφονται άλλες άμεσες παρατηρήσεις επιφανειακών νερών ή αναβλύσεων που να ρέουν προς τη λίμνη, ούτε καν των μικροπηγών που αναφέρονται στη μελέτη των Νικολάου και Σαχπάζη (1999). Αντίθετα, στη σ. 56 αναφέρεται «Τον Σεπτέμβριο 2003 οι πηγές Πάνω και Κάτω Βρύση ήταν ξερές». Μόνο στη φωτογραφία 16 της ίδιας μελέτης απεικονίζεται πηγή κοντά στον οικισμό Κρυονέρι (που οι συντάκτες χαρακτηρίζουν ως πηγή του Θειαφόλακκου), με την ακόλουθη επεξήγηση στη λεζάντα: «Η υπερχείλιση της πηγής ρέει ελεύθερη στο ρέμα εμπλουτίζοντας την απορροή του». Όμως, όπως προαναφέρθηκε (φωτογραφίες 11 και 12 της εν λόγω μελέτης) στα κατάντη του Θειαφόλακκου δεν υπάρχει καμιά «εμπλουτισμένη» απορροή. Αντίθετα, ο Θειφόλακκος είναι τελείως ξερός, οπότε γίνεται φανερό ότι το νερό της πηγής Κρυονερίου δεν ρέει επιφανειακά προς τη λίμνη, αλλά απορροφάται από το έδαφος πολύ πριν φτάσει σε αυτή.

   Συμπερασματικά, από όλες τις καταγραμμένες επιστημονικές παρατηρήσεις, ήτοι του συντάκτη αυτής της έκθεσης και αυτών των πέντε προγενέστερων εκθέσεων, οι οποίες, σημειωτέον καλύπτουν μια αρκετά μεγάλη περίοδο (1989-2003) και εντοπίζονται κυρίως τη χειμερινή, φθινοπωρινή και εαρινή περίοδο του έτους (Φεβρουάριος, Μάρτιος, Απρίλιος, Μάιος, Σεπτέμβριος, Νοέμβριος), οπότε και η πιθανότητα εμφάνισης επιφανειακών απορροών είναι μέγιστη, προκύπτει ότι:

  1. Καμιά εμφάνιση επιφανειακής ροής δεν έχει καταγραφεί. Θα ήταν όμως δυνατό, εάν κάποια από τις παρατηρήσεις συνέπιπτε να γίνει κατά τη διάρκεια ενός ακραίου επεισοδίου ισχυρής βροχόπτωσης, να παρατηρηθεί πλημμυρική απορροή στις μισγάγκειες της λεκάνης. Θα επρόκειτο, ωστόσο, για απορροή ομβρίων και όχι αέναη (ή βασική, όπως είναι γνωστή στην υδρολογική ορολογία) ροή. 
  2. Μόνο σε μία περίπτωση έχουν παρατηρηθεί εξωλίμνιες αναβλύσεις μικροπηγών που καταλήγουν εν συνεχεία στη λίμνη και συγκεκριμένα από τους Νικολάου και Σαχπάζη (1999), οι οποίοι διευκρινίζουν ότι πρόκειται για παροδικές και σπάνιες αναβλύσεις. Βεβαίως, ακόμη και αυτή η διευκρίνιση είναι εκ περισσού, διότι αν οι πηγές ήταν μόνιμες θα είχαν παρατηρηθεί και από τους άλλους επιστήμονες που ασχολήθηκαν με το θέμα. 

   Το γενικό, λοιπόν, συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχουν αέναες ροές ποταμών ή ρεμάτων που να τροφοδοτούν τη λίμνη.


4.2 Αναφορά στην κοινοτική νομοθεσία


Η ευρωπαϊκή κοινοτική Οδηγία-Πλαίσιο 2000/60/ΕΚ για το νερό (European Parliament and Council of the European Union, 2000), αποτελεί πιθανόν το πιο σημαντικό θεσμικό εργαλείο που εισάγεται στον τομέα του νερού σε παγκόσμιο επίπεδο, εδώ και πολλά χρόνια. Με το Νόμο 3199/2003 «Προστασία και διαχείριση των υδάτων – Εναρμόνιση με την Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000», έγινε εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την εν λόγω Οδηγία.

   Στο άρθρο 5 της Οδηγίας με τίτλο «Χαρακτηριστικά της Περιοχής Λεκάνης Απορροής Ποταμού, επισκόπηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και οικονομική ανάλυση της χρήσης ύδατος» προβλέπεται ότι κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι, για κάθε Περιοχή Λεκάνης Απορροής Ποταμού ή για κάθε τμήμα Διεθνούς Περιοχής Λεκάνης Απορροής Ποταμού το οποίο βρίσκεται στο έδαφός του, αναλαμβάνεται
ανάλυση των χαρακτηριστικών της, επισκόπηση των επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στην κατάσταση των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων, και οικονομική ανάλυση της χρήσης ύδατος, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές των
Παραρτημάτων II και III.

   Στο Παράρτημα ΙΙ, εδάφιο 1.1 με τίτλο «Χαρακτηρισμός των τύπων συστημάτων επιφανειακών υδάτων» αναφέρεται ότι για κάθε κατηγορία επιφανειακών υδάτων, τα σχετικά συστήματα επιφανειακών υδάτων εντός της Περιοχής Λεκάνης Απορροής Ποταμού, διακρίνονται σε τύπους. Στο εδάφιο 1.2.1 καθορίζεται η τυπολογία των ποταμών. Ως προς την τυπολογία μεγέθους βάσει της υδρολογικής λεκάνης, η οποία ενδιαφέρει στην παρούσα περίπτωση, η Οδηγία προβλέπει τέσσερις τύπους ποταμών και συγκεκριμένα:

  • μικρός, από 10 έως 100 km2
  • μέτριος, από 100 έως 1.000 km2
  • μεγάλος, από 1.000 έως 10.000 km2
  • πολύ μεγάλος, μεγαλύτερος των 10.000 km2

Με βάση αυτή την τυπολογία, γίνεται προφανές ότι καμιά από τις μισγάγκειες της συγκεκριμένης περιοχής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ποταμός, εφόσον καθεμιά από τις λεκάνες των μισγαγκειών, έχει έκταση κατά πολύ μικρότερη των 10 km2 (βλ. εδάφιο 2.1). 

   Στο εδάφιο 1.2.2 καθορίζεται η τυπολογία των λιμνών. Ως προς την τυπολογία μεγέθους βάσει της επιφάνειας, η οποία ενδιαφέρει στην παρούσα περίπτωση, η Οδηγία προβλέπει τέσσερις τύπους λιμνών και συγκεκριμένα:

  • από 0.5 έως 1 km2
  • από 1 έως 10 km2
  • από 10 έως 100 km2
  • μεγαλύτερες των 100 km2

Στο συγκεκριμένο εδάφιο, η οδηγία δεν δίνει χαρακτηρισμό του κάθε τύπου, αλλά θα μπορούσαμε κατ’ επέκταση του εδαφίου 1.2.1 να δεχτούμε τους χαρακτηρισμούς μικρή, μέτρια, μεγάλη και πολύ μεγάλη για τους τέσσερις τύπους αντίστοιχα. Δεδομένου ότι η έκταση της λίμνης Ζαραβίνας είναι 0.3 km2, δηλαδή μικρότερη και από το κατώτατο όριο των μικρών λιμνών 0.5 km2, η συγκεκριμένη λίμνη δεν κατατάσσεται ούτε καν στις μικρές λίμνες, ή αλλιώς δεν χαρακτηρίζεται καν ως λίμνη.


4.3 Ταξινόμηση της λίμνης με βάση άλλες συναφείς επιστήμες


Από πλευράς κυματικού καθεστώτος, το οποίο επηρεάζει την όλη υδροδυναμική συμπεριφορά και εν τέλει τα οικολογικά χαρακτηριστικά της λίμνης, οι λίμνες μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες (Peace River Regional District, 2000, σ. 42, καθώς και προσωπική επικοινωνία με Κ. Μέμο, Καθηγητή Θαλάσσιας Υδραυλικής και Λιμενικών Έργων στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο):

  1. τις μικρές λίμνες με έκταση κάτω των 0.6 km2, στις οποίες η μικρή απόσταση ανάπτυξης κύματος (fetch) έχει αποτέλεσμα τη μικρή κυματική δράση·
  2. τις μέτριες λίμνες με έκταση από 0.6 έως 2.6 km2, που είναι αρκετή για την ανάπτυξη ανεμογενούς δράσης (συνήθως σε μία ή δύο κατευθύνσεις) και την παραγωγή κυματισμών· και
  3. τις μεγάλες λίμνες, έκτασης άνω των 2.6 km2, οι οποίες έχουν επαρκή κυματική δράση προς όλες τις κατευθύνσεις και ευσταθείς ακτές.

Η λίμνη Ζαραβίνα, με βάση τα παραπάνω κριτήρια, ταξινομείται προφανώς ως μικρή λίμνη. 

   Ας σημειωθεί ότι η παραπάνω κατάταξη ως προς το μέγεθος αποτελεί ένα από τα κριτήρια προσδιορισμού των αναπτυξιακών δυνατοτήτων μιας λίμνης. Έτσι, οι λίμνες της κατηγορίας (α) δεν είναι συνήθως κατάλληλες για αναπτυξιακές δραστηριότητες, αυτές της κατηγορίας (β) θεωρούνται κατάλληλες για ανάπτυξη δραστηριοτήτων αναψυχής και αυτές της κατηγορίας (γ) μπορούν να φιλοξενήσουν ποικίλες αναπτυξιακές δραστηριότητες (Peace River Regional District, 2000, σ. 42). Τα παραπάνω εναρμονίζονται με όσα αναφέρθηκαν στο εδάφιο 2.2 για την οικονομική σημασία της λίμνης. Συγκεκριμένα, ως προς την οικονομική της σημασία η λίμνη Ζαραβίνα πρέπει να ταξινομηθεί ως μικρή λίμνη, αφού με βάση το σχετικό δείκτη της Minnesota Pollution Control Agency (1997, σ. 10) μπορεί να δημιουργήσει πρακτικώς μία μόνο θέση εργασίας.

   Από πλευράς τροφικής αλυσίδας και οικοσυστήματος που μπορεί να συντηρηθεί, η λίμνη πρέπει και πάλι να ταξινομηθεί ως μικρή. Συγκεκριμένα, ακριβώς λόγω του μικρού μεγέθους, η τροφική αλυσίδα είναι φτωχή και δεν επιτρέπει αξιόλογη παραγωγή ψαριών (Κ. Χατζημπίρος, Επίκουρος Καθηγητής Οικολογίας, προσωπική επικοινωνία). 

   Από πλευράς φυσικοχημικών και βιολογικών διεργασιών που συμβαίνουν σε αυτή, η λίμνη πρέπει και πάλι να καταταχτεί στις μικρές λίμνες, αφού το μέγεθος της λίμνης είναι πολύ μικρό για να συντηρήσει κάποια αξιόλογη κλίμακα διεργασιών· άλλωστε το μέγεθος της λίμνης βρίσκεται κάτω από το ελάχιστο όριο κατάταξης λιμνών της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Το ίδιο το νερό της λίμνης, λόγω της επιβάρυνσής του σε θειικά ιόντα (που σχετίζονται με τη διάλυση των γυψούχων πετρωμάτων του γεωλογικού υποβάθρου) είναι χαμηλής ποιότητας, ακατάλληλο για ύδρευση. Σημειώνεται ότι η υφιστάμενη κοινοτική και ελληνική νομοθεσία για πρόσληψη επιφανειακών νερών για ύδρευση (Οδηγίες 75/440 ΕΕ και 98/83/ΕΕ και ΚΥΑ Υ2/2600/2001 ΦΕΚ 892Β/11.6.2001) επιβάλλει ως όρια καταλληλότητας για τα θειικά ιόντα ενδεικτικά τα 150 mg/L και επιτακτικά τα 250 mg/L, ενώ όλες οι μετρήσεις (βλ. εδάφιο 2.1) έχουν δώσει τιμές που υπερβαίνουν κατά πολύ αυτά τα όρια, μέχρι και 843 mg/L (Α. Ανδρεαδάκης, Καθηγητής Υγειονομικής Τεχνολογίας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, προσωπική επικοινωνία).


4.4 Επιχειρήματα κοινής λογικής


Πέραν των παραπάνω επιστημονικών αναλύσεων, θεωρούμε σκόπιμο να προσθέσουμε και τα ακόλουθα επιχειρήματα κοινής λογικής, διευκρινίζοντας ότι κάποιες φορές η κοινή λογική μπορεί να είναι αντίθετη προς τα επιστημονικά δεδομένα, αλλά κατά κανόνα συμβαδίζει με αυτά. Ο λόγος που περιλαμβάνουμε επιχειρήματα κοινής λογικής προκύπτει από τη νομική διατύπωση του ορισμού των μικρών λιμνών στη δικαστική απόφαση (Μαγιάκου κ.ά., 1998) που παρατίθεται στη σ. 30 της παρούσας, ότι δηλαδή «μικρές λίμνες είναι εκείνες που προσδιορίζονται, τόσο από το μέγεθός τους …». Η εν λόγω αναφορά στο μέγεθος μπορεί να υποτεθεί ότι παραπέμπει στην κατανόηση και εμπειρία της έννοιας του μεγέθους σύμφωνα με την κοινή λογική.

  • Εάν η λίμνη Ζαραβίνα θεωρηθεί μεγάλη λίμνη, τότε δύσκολα θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς την εικόνα μιας μικρής λίμνης· αντίθετα, το να θεωρήσει κανείς τη Ζαραβίνα ως μικρή λίμνη είναι πιο συμβατό με την εικόνα που έχουμε (ακόμη και από το σχολείο) για τις μεγάλες λίμνες (βλ. και Πίν. 2 που περιέχει σχετικό κατάλογο των μεγαλύτερων λιμνών της χώρας σύμφωνα με το Σχέδιο Διαχείρισης των Υδατικών Πόρων που εκπονήθηκε από τα ΥΠΑΝ, ΕΜΠ, ΙΓΜΕ, και ΚΕΠΕ).

 


Πίν. 2 Οι μεγαλύτερες φυσικές λίμνες της χώρας (ΥΠΑΝ, ΕΜΠ, ΙΓΜΕ, και ΚΕΠΕ, 2003)· σε αντιδιαστολή, η λίμνη Ζαραβίνα έχει έκταση 0.3 km2.

 

Υ.Δ. Λίμνες Έκταση λεκάνης Έκταση λίμνης
04 Τριχωνίδα   401.0 96.5
  Λυσιμαχία   253.0 13.2
  Αμβρακία   111.0 13.4
  Οζερός     57.0 10.1
05 Παμβώτιδα   531.0 22.0
07 Υλίκη   494.0 25.0
  Παραλίμνη   10.0
09 Μικρή Πρέσπα   43.5
  Μεγάλη Πρέσπα   43.0
  Καστοριάς (Ορεστιάδα)   353.0 28.5
  Βεγορίτιδα (Οστρόβου)   346.0 72.5
  Χειμαδίτιδα   229.0 10.0
  Πετρών (Ζάζαρη)   114.0 14.0
10 Βόλβη 2161.0 75.0
  Κορωνεία (Λαγκαδά ή Αγίου Βασιλείου)   47.0
  Δοϊράνη (Πρασιάδα)   14.0
12 Βιστωνίδα   45.6

 

  • Δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς μεγάλη μια λίμνη, η οποία δεν αναφέρεται σε οδικούς χάρτες· βλ. για παράδειγμα το χάρτη του Σχ. 1 (προέρχεται από το δημοφιλές περιοδικό «Διακοπές») στον οποίο η επισήμανση της θέσης της λίμνης προστέθηκε από το συντάκτη της έκθεσης. 
  • Επίσης, δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μεγάλη μια λίμνη που δεν αναφέρεται σε εξειδικευμένες εκθέσεις και συγγράμματα υδρολογικού χαρακτήρα, όπως π.χ. στην έκθεση των ΥΠΑΝ, ΕΜΠ, ΙΓΜΕ, και ΚΕΠΕ (2003) που προαναφέρθηκε, καθώς και στο σύγγραμμα του Παπαδήμου (1975, σ. 197) το οποίο μεταξύ άλλων περιέχει περιγραφή των λιμνών της Ηπείρου και άλλων περιοχών της Ελλάδας. 
  • Ακόμη, δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μεγάλη μια λίμνη που η περιπορεία της αποτελεί ένα σύντομο περίπατο διάρκειας μισής ώρας περίπου (περίμετρος περί τα 2 χιλιόμετρα).
  • Τέλος, δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς μεγάλη μια λίμνη που, όπως φαίνεται στη Φωτ. 1, η διάμετρός της είναι μικρότερη από το δεκαπλάσιο του μήκους ενός κτιρίου αγροτικής εκμετάλλευσης, το οποίο επίσης διακρίνεται στα δεξιά της Φωτ. 1.
Attachments:
Download this file (2004ZaravinaGnomodotisi.pdf)2004ZaravinaGnomodotisi.pdf[ ]2113 kB

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 170 guests και κανένα μέλος

Copyright © 2023. Αδελφότητα Λιμνίων Πωγωνίου Ηπείρου. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.