You are here: Home Αξιοθεατα Λιμνη Ζαραβινας Πραγματογνωμοσυνες Τεχνικη Γνωμοδοτηση Κουτσογιαννη Δ. (2004)
3. Μεθοδολογία
3.1 Σχολιασμός μεθοδολογιών άλλων μελετών
Πριν προχωρήσουμε στην περιγραφή της μεθοδολογίας που ακολουθήσαμε σε αυτή τη μελέτη, είναι σκόπιμο να αναφερθούμε την υπολογιστική μεθοδολογία που ακολουθήθηκε σε προγενέστερες μελέτες. Συγκεκριμένα, υπολογιστική μεθοδολογία (με μαθηματική ποσοτικοποίηση υδρολογικών μεγεθών) χρησιμοποιούν μόνο οι πραγματογνωμοσύνες των Νικολάου και Σαχπάζη (1999) και Γιακουμάκη και Καπλανίδη (2003). Στην πρώτη περίπτωση οι υπολογισμοί αφορούν το υδατικό ισοζύγιο της λίμνης, ενώ στη δεύτερη προστίθεται και η ποσοτική εκτίμηση πλημμυρών. Εξ άλλου, στην πρώτη περίπτωση οι υπολογισμοί γίνονται για ενδεικτικούς μάλλον λόγους, ενώ στη δεύτερη περίπτωση χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικό στοιχείο.
Οι υπολογισμοί των πλημμυρών στη μελέτη των Γιακουμάκη και Καπλανίδη (2003) γίνεται με την παλαιότερη διαθέσιμη μέθοδο, τη λεγόμενη «ορθολογική μέθοδο», η οποία, ωστόσο, σήμερα τείνει να εγκαταλειφθεί (με εξαίρεση το σχεδιασμό των αγωγών ομβρίων με μικρή αποχετευόμενη έκταση), λόγω των υπεραπλουστεύσεων και ανακριβειών που ενέχει. Η εκτίμηση του υδατικού ισοζυγίου και στις δύο πραγματογνωμοσύνες γίνεται με το απλό μοντέλο Thornthwaite. Χωρίς να θέλουμε να μειώσουμε την εν γένει χρησιμότητα αυτού του μοντέλου, το οποίο παλιότερα χρησιμοποιούνταν συχνότατα σε μελέτες στον ελληνικό χώρο, θα πρέπει να επισημάνουμε την μη καταλληλότητά του για τη λεκάνη της λίμνης Ζαραβίνας. Αυτό είναι ευρέως γνωστό· για παράδειγμα στο βιβλίο των Κουτσογιάννη και Ξανθόπουλου (1999, σ. 234), το οποίο αναφέρουν μάλιστα ως βιβλιογραφική τεκμηρίωση του εν λόγω μοντέλου οι Γιακουμάκης και Καπλανίδης (2003, σ. 25), τονίζεται ότι το εν λόγω μοντέλο μπορεί να χρησιμοποιείται όταν, μεταξύ άλλων, η εξεταζόμενη λεκάνη «δεν έχει αξιόλογους υπόγειους υδροφορείς ούτε παρουσιάζει υπόγειες εισροές ή εκροές από ή προς γειτονικές λεκάνες». Είναι δε προφανές ότι η προϋπόθεση εφαρμοσιμότητας αυτή δεν ισχύει για τη λεκάνη της λίμνης Ζαραβίνας που είναι μια κλασική καρστική λεκάνη.
Ειδικότερα, οι καρστικές λεκάνες, στις οποίες κυριαρχούν οι υπόγειες ροές μέσα στις ρωγμές και κοιλότητες που έχουν σχηματιστεί από τη διάβρωση των ασβεστολιθικών πετρωμάτων, είναι ιδιαίτερα πολύπλοκες ως προς την υδρολογική συμπεριφορά τους, οπότε τα απλά μοντέλα που προαναφέρθηκαν αποτυγχάνουν να δώσουν αξιόπιστη εικόνα του υδρολογικού καθεστώτος.†
Ο συντάκτης της παρούσας, έχοντας εμπειρία από μεγάλες και μικρές καρστικές λεκάνες απορροής στην Ελλάδα και αλλού, όπως στις περιπτώσεις του Οροπεδίου Λασιθίου (Κουτσογιάννης, 1982α, β· Κουτσογιάννης κ.ά., 2001α, β), του Βοιωτικού Κηφισού (Ναλμπάντης κ.ά., 2004· Rozos et al., 2004), της λεκάνης Σαριγκιόλ (Κουτσογιάννης και Μαμάσης, 2004), αλλά του Διναρικού καρστ στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη που θεωρείται ως η «πατρίδα» του καρστ (Maksimovic et al., 2004), θεωρεί ως μόνη δυνατότητα αξιόπιστης συναγωγής ποσοτικών συμπερασμάτων για τα μεγέθη των συνιστωσών του υδρολογικού κύκλου σε μια καρστική λεκάνη, την εκτέλεση προγραμμάτων μετρήσεων των επιφανειακών και υπόγειων συνιστωσών της απορροής. Με αυτή τη λογική, όλα τα ποσοτικά μεγέθη που εκτιμήθηκαν στις δύο πραγματογνωμοσύνες δεν θεωρούνται αντιπροσωπευτικά και αξιόπιστα, επειδή δεν στηρίζονται σε καμιά μέτρηση της απορροής, και γι’ αυτό δεν θα γίνει καμιά περαιτέρω μνεία σε αυτά.
3.2 Μεθοδολογία της παρούσας μελέτης
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ιδανική μεθοδολογία για την απόκτηση ασφαλούς και αξιόπιστης εικόνας των συνιστωσών του υδρολογικού κύκλου στη λίμνη και τη λεκάνη της θα ήταν η εκτέλεση προγραμμάτων μετρήσεων των διάφορων συνιστωσών. Όμως, αυτό θα χρειαζόταν χρόνια και, το κυριότερο, θα είχε κόστος σημαντικά μεγαλύτερο και από την αξία της λίμνης (εδάφιο 2.2). Κατά συνέπεια, μια τέτοια μεθοδολογία στο συγκεκριμένο πλαίσιο μιας δικαστικής διεκδίκησης της ιδιοκτησίας της λίμνης, θεωρείται ανέφικτη.
Όμως, αν μελετήσουμε προσεκτικότερα το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε, το εάν δηλαδή είναι η λίμνη είναι μεγάλη ή μικρή, σε σχέση και με το αέναο των ροών, θα δούμε ότι δεν απαιτείται καν η ποσοτικοποίηση των μεγεθών. Αρκούν απλές παρατηρήσεις και λογικές αναλύσεις που δεν προϋποθέτουν ποσοτικοποίηση των συνιστωσών του ισοζυγίου ή του μεγέθους των πλημμυρών. Τέτοιες παρατηρήσεις έγιναν στα πλαίσια όλων των προγενέστερων μελετών αλλά και στην παρούσα. Ας σημειωθεί ότι η επιστημονική παρατήρηση της φύσης είναι καταξιωμένη επιστημονική μέθοδος ήδη από την εποχή των Ιώνων φιλοσόφων που σηματοδότησε την απαρχή της επιστημονικής γνώσης και μεθοδολογίας.
Πιο συγκεκριμένα, για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν αέναες ροές αρκεί να παρατηρηθεί επί τόπου η τυχόν τροφοδοσία της λίμνης από επιφανειακά νερά. Στο σημείο αυτό θεωρείται απαραίτητο να τονιστεί ότι, κατά την άποψη του συντάκτη, μόνο η επιφανειακή τροφοδοσία της λίμνης πρέπει να εξεταστεί, ενώ η τροφοδοσία από υπόγειες αναβλύσεις κάτω από την επιφάνεια της λίμνης, οι οποίες βεβαίως υφίστανται, δεν σχετίζεται με το εξεταζόμενο ζήτημα των αέναων ροών. Αυτή η άποψη στηρίζεται στις νομικές διατυπώσεις της δικαστικής απόφασης (Μαγιάκου κ.ά., 1998) που παρατίθενται στη σ. 30 της παρούσας και ειδικότερα (α) τον όρο «εκβολή» (αέναων ροών), με τη λογική ότι η εκβολή έχει νόημα μόνο για επιφανειακά νερά (ποτάμια, ρέματα κτλ.) και (β) από τη φράση «Ως ελεύθερη δε και αέναη ροή υδάτων νοείται το νερό που δεν διοχετεύεται με ανθρώπινο έργο, δεν είναι όμβριο, αλλά που με τη ροή του έχει προσλάβει κάποια κοίτη στο έδαφος σχηματίζοντας μικρό ή μεγάλο ποταμό». Η τελευταία διατύπωση αποκλείει τα υπόγεια νερά, τα οποία κινούνται κάτω από το έδαφος χωρίς να σχηματίζουν κοίτη. Επιπλέον, δεν ενδιαφέρει η παρατήρηση τυχόν όμβριων νερών, αφού και αυτά δεν θεωρούνται αέναη ροή σύμφωνα με την πιο πάνω νομική διατύπωση.
Περαιτέρω, μπορεί να διατυπωθεί η άποψη ότι εφόσον ελέγχεται το αέναο της (επιφανειακής) ροής, η επιβεβαίωσή του απαιτεί πολλές παρατηρήσεις όπου σε όλες θα πρέπει να παρατηρηθεί μικρότερη η μεγαλύτερη ποσότητα επιφανειακού νερού να εκβάλλει στη λίμνη. Για την άρνησή του, όμως, με αυστηρή μαθηματική λογική, θα έφτανε και μια παρατήρηση με αρνητικά αποτελέσματα (μη ύπαρξη εκβολής επιφανειακών νερών) με την έννοια ότι αυτή η παρατήρηση θα αντέκρουε το αέναο της ροής. Στην παρούσα μελέτη, αυτή η απλή και αυστηρή μαθηματική λογική, επιχειρήθηκε να ενδυναμωθεί ως την αποδεικτική ισχύ της με τον εξής τρόπο: (α) επιλέγεται να γίνει μια παρατήρηση σε χρόνο και συνθήκες που να ευνοούν το σχηματισμό επιφανειακών απορροών (αποκλείοντας όμως τα όμβρια νερά), ώστε τυχόν ανυπαρξία ροής να έχει ισχυρότερη αποδεικτική ισχύ και (β) επιχειρείται να διευρυνθεί η βάση των παρατηρήσεων με τη χρήση και αυτών από άλλες μελέτες.
Η μεθοδολογία αυτή εφαρμόζεται στο εδάφιο 4.1. Πέρα όμως από αυτή, για την ισχυροποίηση των συμπερασμάτων, χρησιμοποιούνται ακόμη (α) μελέτη του προβλήματος υπό το φως της ευρωπαϊκής κοινοτικής νομοθεσίας και ειδικότερα του συστήματος ταξινόμησης των λιμνών που έχει θεσμοθετηθεί πρόσφατα με την Κοινοτική Οδηγία-Πλαίσιο για το Νερό (εδάφιο 4.2), (β) μελέτη του προβλήματος υπό το φως άλλων συναφών περιβαλλοντικών επιστημών (εδάφιο 4.3), και (γ) επίκληση διάφορων επιχειρημάτων κοινής λογικής.
We have 51 guests and no members online